fixer-upper
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fixer-upper | fixer-uppers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fixer-upper (en)
- σπίτι που πωλείται προβληματικό και χρειάζεται επισκευή από τον αγοραστή
- (σπάνιο), (σχεδόν ποτέ) σπίτι που χρειάζεται επισκευή