fixed asset
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fixed asset | fixed assets |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαfixed asset (en)
- (λογιστική) το πάγιο (ενεργητικό)
- ⮡ the value of the fixed capital assets - η αξία των πάγιων κεφαλαίων
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- fixed asset στην αγγλική Βικιπαίδεια