ενικός         πληθυντικός  
current asset current assets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
current asset < → δείτε τις λέξεις current και asset

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

current asset (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία