current asset
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
current asset | current assets |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαcurrent asset (en)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- current asset στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
current asset | current assets |
current asset (en)