βραχυπρόθεσμο ενεργητικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχυπρόθεσμο ενεργητικό < → δείτε τις λέξεις βραχυπρόθεσμος και ενεργητικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική current asset
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβραχυπρόθεσμο ενεργητικό (el)