βραχυπρόθεσμο ενεργητικό

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχυπρόθεσμο ενεργητικό < → δείτε τις λέξεις βραχυπρόθεσμος και ενεργητικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική current asset

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

βραχυπρόθεσμο ενεργητικό (el)