finkalkulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finkalkulo | finkalkuloj |
αιτιατική | finkalkulon | finkalkulojn |
finkalkulo (eo)
- η εξόφληση, ο τελικός υπολογισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finkalkulo | finkalkuloj |
αιτιατική | finkalkulon | finkalkulojn |
finkalkulo (eo)