fikspunkto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fikspunkto | fikspunktoj |
αιτιατική | fikspunkton | fikspunktojn |
fikspunkto (eo)
- το σταθερό σημείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fikspunkto | fikspunktoj |
αιτιατική | fikspunkton | fikspunktojn |
fikspunkto (eo)