Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fidget < fidge

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɪdʒ.ɪt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fidget fidgets

fidget (en)

  • κάποιος που ενεργεί όπως δηλώνει το ρήμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fidget
γ΄ ενικό ενεστώτα fidgets
αόριστος fidgeted
παθητική μετοχή fidgeted
ενεργητική μετοχή fidgeting

fidget (en)

  1. κινούμαι νευρικά, άσκοπα ή ακατάπαυστα
    Stop fidgeting!
    Πάψε να κουνιέσαι νευρικά!
  2. παίζω με κάτι, το πασπατεύω

  Πηγές επεξεργασία