fidget
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fidget < fidge
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fidget | fidgets |
fidget (en)
- κάποιος που ενεργεί όπως δηλώνει το ρήμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fidget |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fidgets |
αόριστος | fidgeted |
παθητική μετοχή | fidgeted |
ενεργητική μετοχή | fidgeting |
fidget (en)
- κινούμαι νευρικά, άσκοπα ή ακατάπαυστα
- ⮡ Stop fidgeting!
- Πάψε να κουνιέσαι νευρικά!
- ⮡ Stop fidgeting!
- παίζω με κάτι, το πασπατεύω
Πηγές
επεξεργασία- fidget (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fidget (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 585. ISBN 9780194325684., λήμμα: νευρικός