Ετυμολογία

επεξεργασία
fessée < fesse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɛ.se/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fessée fessées

fessée (fr) θηλυκό

  1. οι ξυλιές στον πισινό
     συνώνυμα: correction, (οικείο) raclée
  2. (οικείο) (μεταφορικά) η εξευτελιστική ήττα
     συνώνυμα: déculottée, (οικείο) raclée

Συγγενικά

επεξεργασία