Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
correction corrections

  Ουσιαστικό επεξεργασία

correction (en)

  • η διόρθωση
    the newest edition of the book with corrections and improvements
    η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις

Συνώνυμα επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

correction < λατινική correctio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔ.ʁɛ.ksjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

correction (fr) θηλυκό

  1. η διόρθωση
  2. η ξυλιά

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία