favorably
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | favorably |
συγκριτικός | more favorably |
υπερθετικός | most favorably |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfavorably (en) (αμερικανική γραφή)
- ευνοϊκά, με καλό μάτι
- ⮡ The project was received favorably by the public.
- Το έργο έγινε δεκτό ευνοϊκά από το κοινό.
- ⮡ The investors reacted favorably to the news.
- Οι επενδυτές αντέδρασαν ευνοϊκά στα νέα.
- ⮡ Foreign buyers look at Cretan products favorably.
- Με καλό μάτι είδαν τα κρητικά προϊόντα οι ξένοι αγοραστές.
- ⮡ The project was received favorably by the public.