favourably
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | favourably |
συγκριτικός | more favourably |
υπερθετικός | most favourably |
Ετυμολογία
επεξεργασία- favourably < favourable + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαfavourably (en)
παραθετικά | |
θετικός | favourably |
συγκριτικός | more favourably |
υπερθετικός | most favourably |
favourably (en)