familiara
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | familiara | familiaraj |
αιτιατική | familiaran | familiarajn |
familiara (eo)
- οικείος, που δηλώνει οικειότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | familiara | familiaraj |
αιτιατική | familiaran | familiarajn |
familiara (eo)