fakultato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakultato | fakultatoj |
αιτιατική | fakultaton | fakultatojn |
fakultato (eo)
- το πανεπιστήμιο, η πανεπιστημιακή σχολή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakultato | fakultatoj |
αιτιατική | fakultaton | fakultatojn |
fakultato (eo)