Ετυμολογία

επεξεργασία
faisan < faisant < παλαιά προβηγκιακή faisan λατινική phasianus < ελληνική φασιανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fə.zɑ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό faisan faisans
θηλυκό faisane faisanes

faisan (fr)

  1. (πτηνό) ο φασιανός
  2. (αργκό) κάποιος που ασχολείται με ύποπτες υποθέσεις
     συνώνυμα: aigrefin, escroc, filou