Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
faisan
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
faisan
<
faisant
<
παλαιά προβηγκιακή
faisan
λατινική
phasianus
<
ελληνική
φασιανός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fə.zɑ̃
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
faisan
faisans
θηλυκό
faisane
faisanes
faisan
(fr)
(
πτηνό
)
ο
φασιανός
(
αργκό
)
κάποιος που ασχολείται με
ύποπτες
υποθέσεις
≈
συνώνυμα
:
aigrefin
,
escroc
,
filou