φασιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φασιανός | οι | φασιανοί |
γενική | του | φασιανού | των | φασιανών |
αιτιατική | τον | φασιανό | τους | φασιανούς |
κλητική | φασιανέ | φασιανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φασιανός < αρχαία ελληνική φασιανός
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φασιανός αρσενικό
- (πτηνό) πουλί της οικογένειας Phasianidae με πολύχρωμο φτέρωμα που το κυνηγούν για το νόστιμο κρέας του
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
φασιανός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φασιανός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φασιανός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία
- φασιανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φασιανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.