Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φασιανός οι φασιανοί
      γενική του φασιανού των φασιανών
    αιτιατική τον φασιανό τους φασιανούς
     κλητική φασιανέ φασιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασιανός < αρχαία ελληνική φασιανός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fa.sçaˈnos/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασιανός αρσενικό

  • (πτηνό) πουλί της οικογένειας Phasianidae με πολύχρωμο φτέρωμα που το κυνηγούν για το νόστιμο κρέας του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασιανός < φασιανὸς ὄρνις < περιοχή Φασιανή < ανατολικά του Φάσιδος (ποταμός στην Κολχίδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασιανός αρσενικό