Ετυμολογία

επεξεργασία
evado < e + vado

evado (la)

  1. βγαίνω, εξέρχομαι, φεύγω
  2. διαβαίνω, διέρχομαι
  3. διαφεύγω, ξεφεύγω
  4. ανεβαίνω