enkonduko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enkonduko | enkondukoj |
αιτιατική | enkondukon | enkondukojn |
enkonduko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enkonduko | enkondukoj |
αιτιατική | enkondukon | enkondukojn |
enkonduko (eo)