emerita
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαemerita (en)
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένους του emeritus κατά το λατινικό emerita
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαemerita (en)
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους του emeritus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (emeritum) του emeritus