elektrostacio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elektrostacio | elektrostacioj |
αιτιατική | elektrostacion | elektrostaciojn |
elektrostacio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elektrostacio | elektrostacioj |
αιτιατική | elektrostacion | elektrostaciojn |
elektrostacio (eo)