ekzempla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzempla | ekzemplaj |
αιτιατική | ekzemplan | ekzemplajn |
ekzempla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzempla | ekzemplaj |
αιτιατική | ekzemplan | ekzemplajn |
ekzempla (eo)