ekskluziveco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ekskluziveco < ekskluziv- + -ec- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekskluziveco | ekskluzivecoj |
αιτιατική | ekskluzivecon | ekskluzivecojn |
ekskluziveco (eo)