eksfianĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksfianĉo | eksfianĉoj |
αιτιατική | eksfianĉon | eksfianĉojn |
eksfianĉo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- eksfiancho στο H-sistemo
- eksfiancxo στο X-sistemo