eksciteco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksciteco | ekscitecoj |
αιτιατική | ekscitecon | ekscitecojn |
eksciteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksciteco | ekscitecoj |
αιτιατική | ekscitecon | ekscitecojn |
eksciteco (eo)