Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ekscit- < αγγλική excite, γαλλική exciter

  Ρίζα επεξεργασία

ekscit- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ερεθίζω

Παράγωγα επεξεργασία