eksceso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksceso | ekscesoj |
αιτιατική | eksceson | ekscesojn |
eksceso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksceso | ekscesoj |
αιτιατική | eksceson | ekscesojn |
eksceso (eo)