duopo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duopo | duopoj |
αιτιατική | duopon | duopojn |
duopo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duopo | duopoj |
αιτιατική | duopon | duopojn |
duopo (eo)