duonfilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- duonfilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duonfilo | duonfiloj |
αιτιατική | duonfilon | duonfilojn |
duonfilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duonfilo | duonfiloj |
αιτιατική | duonfilon | duonfilojn |
duonfilo (eo)