Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

due to < → δείτε τις λέξεις due και to

  Πρόθεση επεξεργασία

due to (en)

  • λόγω, από, εξαιτίας, επειδή, διότι, γιατί, παρωχημένο: ένεκα
    Due to the heavy traffic, I can’t come.
    Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης, δεν μπορώ να έρθω.
    Due to the seismic tremors, volumes of earth broke off from the slopes of the hill.
    Από τις σεισμικές δονήσεις αποσπάστηκαν όγκοι χωμάτων από τα πρανή του λόφου.
     συνώνυμα: because of

  Πηγές επεξεργασία