dorsapogilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dorsapogilo | dorsapogiloj |
αιτιατική | dorsapogilon | dorsapogilojn |
dorsapogilo (eo)
- η « πλάτη » ενός καθίσματος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dorsapogilo | dorsapogiloj |
αιτιατική | dorsapogilon | dorsapogilojn |
dorsapogilo (eo)