doganisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- doganisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | doganisto | doganistoj |
αιτιατική | doganiston | doganistojn |
doganisto (eo)
- ο τελωνειακός, ο τελωνοφύλακας