ενικός         πληθυντικός  
djezve djezves

  Ετυμολογία

επεξεργασία
djezve < (άμεσο δάνειο) τουρκική cezve (μπρίκι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d͡ʒɛzˈvɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: djez‐ve

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

djezve αρσενικό