dirmaniero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dirmaniero | dirmanieroj |
αιτιατική | dirmanieron | dirmanierojn |
dirmaniero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dirmaniero | dirmanieroj |
αιτιατική | dirmanieron | dirmanierojn |
dirmaniero (eo)