Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dilatateur dilatateurs
θηλυκό dilatatrice dilatatrices

dilatateur (fr)

  1. διασταλτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dilatateur dilatateurs

dilatateur (fr) αρσενικό

  1. χειρουργικό εργαλείο που κρατά ανοιχτά τα χείλη ενός τραύματος κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη dilater