ενικός         πληθυντικός  
diérèse diérèses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
diérèse < λατινική diaeresis < αρχαία ελληνική διαίρεσις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dje.ʁɛz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

diérèse (fr) θηλυκό

  1. (ποίηση) διαίρεση, η ξεχωριστή προφορά δύο ήχων που κανονικά προφέρονται μαζί
    Des fiacres plus jolis
    Que des violoncelles
    Vous attendent au port
    Pour vous mettre à l'hôtel
    Στον δεύτερο στίχο, η λέξη violoncelle προφέρεται vi-o-lon-celles.
     αντώνυμα: crase, synérèse
  2. (ιατρική) τυχαίος ή χειρουργικός χωρισμός ιστών