Ουσιαστικό

επεξεργασία

diaeresis (en)

  1. (διακριτικό σημάδι) τα διαλυτικά
  2. σε ποίημα, η φυσιολογική παύση που δημιουργείται όταν μια λέξη κι ένα μέτρο τελειώνουν στο ίδιο σημείο