delikata
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | delikata | delikataj |
αιτιατική | delikatan | delikatajn |
delikata (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | delikata | delikataj |
αιτιατική | delikatan | delikatajn |
delikata (eo)