Δείτε επίσης: Dauphin

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dauphin < daufin < δημώδης λατινική dalfinus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dauphin dauphins

dauphin (fr) αρσενικό

  1. (ζωολογία) το δελφίνι
  2. αστρονομία → δείτε τη λέξη  Dauphin

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dauphin < Dauphiné

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dauphin dauphins
θηλυκό dauphine dauphines

dauphin (fr) αρσενικό

  1. ο δελφίνος, αυτός που προβλέπεται να γίνει βασιλιάς της Γαλλίας
  2. ο δελφίνος, αυτός που προβλέπεται να γίνει διάδοχος ενός αρχηγού κράτους ή κάποιας μεγάλης προσωπικότητας