dauphin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dauphin < daufin < δημώδης λατινική dalfinus
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dauphin | dauphins |
dauphin (fr) αρσενικό
Ετυμολογία
επεξεργασία- dauphin < Dauphiné
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dauphin | dauphins |
θηλυκό | dauphine | dauphines |
dauphin (fr) αρσενικό