Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /do.fin/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dauphine dauphines

dauphine (fr) θηλυκό

  1. (ιστορία) η γυναίκα του δελφίνου
  2. pommes dauphines, πατατοκεφτέδες τηγανισμένοι στο λάδι

Συγγενικά

επεξεργασία