dauphine
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dauphine | dauphines |
dauphine (fr) θηλυκό
- (ιστορία) η γυναίκα του δελφίνου
- pommes dauphines, πατατοκεφτέδες τηγανισμένοι στο λάδι
ενικός | πληθυντικός |
dauphine | dauphines |
dauphine (fr) θηλυκό