dankemo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dankemo | dankemoj |
αιτιατική | dankemon | dankemojn |
dankemo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dankemo | dankemoj |
αιτιατική | dankemon | dankemojn |
dankemo (eo)