dancado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dancado | dancadoj |
αιτιατική | dancadon | dancadojn |
dancado (eo)
- διαρκής χορός
- (μεταφορικά) διαρκές παιχνίδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dancado | dancadoj |
αιτιατική | dancadon | dancadojn |
dancado (eo)