danĝerbremso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | danĝerbremso | danĝerbremsoj |
αιτιατική | danĝerbremson | danĝerbremsojn |
danĝerbremso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | danĝerbremso | danĝerbremsoj |
αιτιατική | danĝerbremson | danĝerbremsojn |
danĝerbremso (eo)