dérobé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dérobé | dérobés |
θηλυκό | dérobée | dérobées |
Επίθετο
επεξεργασίαdérobé (fr)
Εκφράσεις
επεξεργασία- culture dérobée: έτσι λέγεται στην γεωργία η καλλιέργεια και η σοδειά που βαστάει λίγες βδομάδες και που γίνεται σε ένα χωράφι ανάμεσα σε δύο κύριες σπορές
- à la dérobée: στα κρυφά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dérober