Ετυμολογία

επεξεργασία
défilement < défiler + -ment

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
défilement défilements

défilement (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) η χρήση των φυσικών εμποδίων για την απόκρυψη, προστασία, κ.α. από τον εχθρό
  2. (τεχνολογία) η συνεχής μετακίνηση μιας ταινίας στο εσωτερικό ενός μηχανήματος
  3. (πληροφορική) η οριζόντια και κατακόρυφη μετακίνηση ενός γραφικού στοιχείου πάνω σε μια οθόνη