ενικός         πληθυντικός  
défausse défausses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

défausse (fr) θηλυκό

  1. (σε χαρτοπαίγνιο) το παίξιμο χαρτιών που θεωρούμε άχρηστα ή επικίνδυνα
  2. (μεταφορικά) το να ξεφορτώνεται κάποιος μια υπευθυνότητα ή αγγαρεία περνώντας την σε κάποιον άλλο

Συγγενικά

επεξεργασία