défausse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
défausse | défausses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
défausse (fr) θηλυκό
- (σε χαρτοπαίγνιο) το παίξιμο χαρτιών που θεωρούμε άχρηστα ή επικίνδυνα
- (μεταφορικά) το να ξεφορτώνεται κάποιος μια υπευθυνότητα ή αγγαρεία περνώντας την σε κάποιον άλλο