décolleté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- décolleté < décolleter
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décolleté | décolletés |
θηλυκό | décolletée | décolletées |
décolleté (fr)
- έξωμος, που αφήνει να φαίνεται ο λαιμός και το πάνω μέρος του στήθους ή της πλάτης
- une robe décolletée
- (κατ’ επέκταση) γυναίκα που ντύνεται κατ' αυτόν τον τρόπο
- une femme décolletée
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
décolleté | décolletés |
décolleté (fr) αρσενικό