Ετυμολογία

επεξεργασία
décolleté < décolleter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɔl.te/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό décolleté décolletés
θηλυκό décolletée décolletées

décolleté (fr)

  1. έξωμος, που αφήνει να φαίνεται ο λαιμός και το πάνω μέρος του στήθους ή της πλάτης
    une robe décolletée
  2. (κατ’ επέκταση) γυναίκα που ντύνεται κατ' αυτόν τον τρόπο
    une femme décolletée

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décolleté décolletés

décolleté (fr) αρσενικό

  1. το ντεκολτέ, το άνοιγμα ενός γυναικείου ενδύματος
    un décolleté plongeant
  2. το ντεκολτέ, το μέρος του γυναικείου σώματος που αποκαλύπτεται από το άνοιγμα του ενδύματος
    un beau décolleté