Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεκολτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική décolleté[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεκολτέ ουδέτερο άκλιτο

  1. άνοιγμα σε ρούχο, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται το κάτω μέρος του λαιμού και τμήμα του πάνω μέρους του στήθους
    ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ
  2. (κατ’ επέκταση) το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό (1)

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία