Ετυμολογία

επεξεργασία
débucher < desbuschier < dé- + bûche (→ δείτε τη λέξη  débusquer)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.by.ʃe/

débucher (fr) (αμετάβατο)

  1. (κυνήγι) βγαίνω από το καταφύγιο, από το δάσος, από το αλσύλλιο

(μεταβατικό)

  1. κάνω (ένα θήραμα) να βγει από το δάσος
  2. (μεταφορικά) εκδιώκω

Αντώνυμα

επεξεργασία