ενεστώτας cry out
γ΄ ενικό ενεστώτα cries out
αόριστος cried out
παθητική μετοχή cried out
ενεργητική μετοχή crying out

Ετυμολογία

επεξεργασία
cry out <  δείτε τις λέξεις cry και out

cry out (en)