Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
creak creaks

creak (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας creak
γ΄ ενικό ενεστώτα creaks
αόριστος creaked
παθητική μετοχή creaked
ενεργητική μετοχή creaking

creak (en) (μη μετρήσιμο)

  • τρίζω, ένας ήχος που κάνει μια παλιά πόρτα όταν την ανοίγω ή που κάνει ένα παλιό ξύλινο πάτωμα όταν την πατάω
    Oil the door, because it creaks.
    Λάδωσε την πόρτα, γιατί τρίζει.
    The staircase/the floor creaks a lot.
    Η σκάλα/το πάτωμα τρίζει πολύ.

  Πηγές επεξεργασία