cotton
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcotton (en) (χωρίς παραθετικά)
- βαμβακερός
- ↪ cotton socks/blouses/threads - βαμβακερές κάλτσες/μπλούζες/κλωστές
Ουσιαστικό
επεξεργασία- το βαμβάκι, το φυτό
- ↪ I grow cotton
- Καλλιεργώ βαμβάκι.
- ↪ I grow cotton
- το βαμβακερό ύφασμα ή ρούχο
- ↪ Cotton requires attention when washing.
- Tα βαμβακερά θέλουν προσοχή στο πλύσιμο.
- ↪ Cotton requires attention when washing.
- το βαμβάκι, λευκή ινώδης ύλη που παράγεται από το φυτό και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
- ↪ I cleaned the wound with a little cotton and water.
- Kαθάρισα την πληγή με λίγο βαμβάκι και νερό.
- ≈ συνώνυμα: absorbent cotton, cotton ball και cotton wool
- ↪ I cleaned the wound with a little cotton and water.
Ρήμα
επεξεργασίαcotton (en)
- τα πάω καλά με κάποιον
Πηγές
επεξεργασία- cotton - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 155. ISBN 9780194325684., λήμμα: βαμβάκι